- αβγάτισμα
- το [αβγατίζω]1. η επιπλέον προσθήκη, επαύξηση, μεγάλωμα, πολλαπλασιασμός2. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος, τσόντα3. αυτό που προήλθε από προσθήκη, προσαύξηση, πλεόνασμα4. το παιχνίδι αβγατιστή*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβγάτισμα — το, ατος αύξηση, μεγάλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβγάτα — η [αβγατίζω] 1. αύξηση τού ποιμνίου με τη γέννηση νέων ζώων, αβγάτισμα 2. στον πληθ. οι αβγάτες το παιχνίδι αβγατιστή* … Dictionary of Greek
επαύξηση — η 1. περισσότερη αύξηση, μεγάλωμα, αβγάτισμα. 2. (γραμμ.), η μετάπτωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)